Η οξεία σκωληκοειδίτιδα είναι η πιο συχνή χειρουργική πάθηση κατά τη διάρκεια της κύησης. Μπορεί να παρουσιαστεί σε οποιοδήποτε τρίμηνο της κύησης χωρίς φυσικά να υπάρχει κάποιος προδιαθεσικός παράγοντας.
Τα συχνότερα συμπτώματα που συνήθως έχουν οι ασθενείς είναι κοιλιακό άλγος που αρχικά εντοπίζεται περιομφαλικά και στη συνέχεια στην περιοχή της δεξιάς κοιλιακής χώρας, τάση προς έμετο, ανορεξία και μερικές φορές μεταβολές των συνηθειών του εντέρου. Συχνά υπάρχει δεκατική πυρετική κίνηση, ενώ σπάνια ο πυρετός ξεπερνά τους 38ο C.
Κατά τη διάρκεια της κύησης, λόγω της διογκωμένης μήτρας, υπάρχει συχνά μετατόπιση του τυφλού σε υψηλότερη ανατομικά θέση. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να μετακινείται και η σκωληκοειδής απόφυση και επομένως ο πόνος στην κοιλία να μην εντοπίζεται στην κλασική περιοχή του δεξιού λαγονίου βόθρου, αλλά ψηλότερα σε όλη τη δεξιά κοιλία. Δεν είναι σπάνιο ακόμα και πόνος στο δεξιό υποχόνδριο να οφείλεται σε φλεγμονή της σκωληκοειδούς απόφυσης.
Η διάγνωση της σκωληκοειδίτιδας στην κύηση βασίζεται στην κλινική εξέταση, τα απεικονιστικά ευρήματα και τον εργαστηριακό έλεγχο.
Κατά την κλινική εξέταση συνήθως διαπιστώνουμε έντονη ευαισθησία στην περιοχή της δεξιάς κοιλίας με συνοδό αναπηδώσα ευαισθησία (rebound), ενδεικτικό περιτοναϊκού ερεθισμού.
Η απαραίτητη απεικονιστική εξέταση είναι το διακοιλιακό υπερηχογράφημα. Σε περιπτώσεις σκωληκοειδίτιδας, ο ακτινολόγος διαπιστώνει σημεία φλεγμονή πέριξ της σκωληκοειδούς απόφυσης, κάτι που επιβεβαιώνει την κλινική υποψία.
Ο εργαστηριακός έλεγχος συνήθως αναδεικνύει ήπια αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων, που όμως στην κύηση δεν μπορούν να αξιολογηθούν ακριβώς γιατί συνυπάρχει πάντοτε μικρή λευκοκυτάρωση.
Σε κάθε περίπτωση όμως που μια έγκυος προσέρχεται με οξύ κοιλιακό άλγος, πρέπει πρώτα να γίνεται υπερηχογράφημα κυήσεως που αξιολογεί την κατάσταση του εμβρύου και αποκλείει άλλη παθολογία κυήσεως.
Από τη στιγμή που τεθεί η διάγνωση, είναι επιβεβλημένη η χειρουργική επέμβαση. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι μπορεί να γίνει χειρουργική επέμβαση σκωληκοειδεκτομής σε κάθε φάση της κύησης.
Η επέμβαση μπορεί να γίνει ανοικτά ή λαπαροσκοπικά στο 1ο τρίμηνο της κύησης. Όμως στο 2ο και 3ο τρίμηνο, είναι πιο ορθή επιλογή η ανοικτή μέθοδος προς αποφυγή τυχόν επιπλοκών από τη διατεταμένη μήτρα.
Η μεγαλύτερη ανησυχία για οποιαδήπτε έγκυο που παρουσιάζει οξεία σκωληκοειδίτιδα και πρόκειται να χειρουργηθεί είναι αν η επέμβαση θα επηρεάσει το έμβρυο ή τη συνέχιση της κύησης.
Η εμπειρία μας δείχνει ότι σε κάθε περίοδο της κύησης μπορεί να εκτελεστεί σκωληκοειδεκτομή με ασφάλεια. Βεβαίως και μόνο το χειρουργικό stress μπορεί σπάνια να οδηγήσει σε πρόκληση τοκετού (ιδίως στο 3ο τρίμηνο) ή πιο σπάνια σε αποβολή (ιδίως στο 1ο τρίμηνο).
Λαμβάνοντας υπόψιν αυτά τα δεδομένα, πάντοτε στη χειρουργική αίθουσα υπάρχει παρουσία μαιευτήρα γυναικολόγου.
Όσον αφορά την χορήγηση αναισθησίας ή αντιβιοτικών, αυτό μπορεί να γίνει χωρίς πρόβλημα ή ανησυχία για τυχόν επιπλοκές στο έμβρυο. Ιδιαίτερα μετά το 1ο τρίμηνο, η χορήγηση των φαρμάκων όταν είναι απαραίτητη μπορεί να γίνει με ασφάλεια.
Θα πρέπει να μην ξεχνάμε ότι η οξεία σκωληκοειδίτιδα είναι μια χειρουργική κατάσταση. Μερικές φορές η καθυστέρηση της επέμβασης (φόβος εγκύου στο ενδεχόμενο επέμβασης, έλλειψη εμπειρίας χειρουργού, αδυναμία νοσοκομείου ιδιαίτερα επαρχιακού) μπορεί να οδηγήσει σε σήψη και να θέσει σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή της εγκύου.
Η οξεία σκωληκοειδίτιδα στην κύηση απαιτεί χειρουργική παρέμβαση που όμως πρέπει να γίνεται από χειρουργούς έμπειρους σε διαχείριση χειρουργικής της κυήσεως. Απαιτείται ορθή διάγνωση και έγκαιρη αντιμετώπιση. Η επιλογή ενός νοσοκομείου με σταθερό και έμπειρο μαιευτικό τμήμα είναι ουσιώδης καθώς πρέπει να αξιολογείται συνεχώς η κατάσταση του εμβρύου.